- Υπερβορίς
- -ίδος, ἡ, Ακόρη από το έθνος τών Ὑπερβορείων*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερβόρειος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. Θεσσαλ-ίς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ὑπερβορίδος — Ὑπερβορίς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)